καρτεροψυχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρτεροψυχία < ελληνιστική κοινή καρτεροψυχία < αρχαία ελληνική καρτερός (< κάρτος) + ψυχή
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρτεροψυχία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του καρτερόψυχου
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρτεροψυχία
|