Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπελιέρα οι καπελιέρες
      γενική της καπελιέρας
    αιτιατική την καπελιέρα τις καπελιέρες
     κλητική καπελιέρα καπελιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μερικές καπελιέρες μαζί με κουτιά για μανσόν.

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπελιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cappelliera[1] < cappelli (καπέλα) +‎ -era (-ιέρα) < υστερολατινική cappellus, υποκοριστικό τής λατινική ς cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kauput- / *káput (κεφάλι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.peˈʎe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πε‐λιέ‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καπελιέρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία