καμπέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμπέρω | οι | καμπέρες |
γενική | της | καμπέρως | των | καμπέρων |
αιτιατική | την | καμπέρω | τις | καμπέρες |
κλητική | καμπέρω | καμπέρες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καμπέρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική campière / campièro (φύλακας, αγροφύλακας) + -ω < campo < λατινική campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kamp- (κάμπτω, λυγίζω)
- άλλη εκδοχή: < καμπέρης ((άμεσο δάνειο) τουρκική kamber (σύντροφος, ταίρι) + -ω[1][2]
- η σύνδεση με τον αεροπόρο Δημήτριο Καμπέρο, έχει αμφισβητηθεί (δείτε ζουρλοκαμπέρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπέρω θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (σπάνιο) θηλυκό του καμπέρης
- (σπάνιο) άλλη μορφή του τρελοκαμπέρω
Συγγενικά
επεξεργασία- (παρωχημένο) ζουρλοκαμπέρης / ζουρλοκαμπιέρης
- ζουρλοκαμπέρω
- (παρωχημένο) τρελοκαμπέρης / τρελοκαμπιέρης
- τρελοκαμπέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καμπέρω
|
- ↑ τρελοκαμπέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ τρελοκαμπέρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)