ζουρλοκαμπέρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουρλοκαμπέρω | οι | ζουρλοκαμπέρες |
γενική | της | ζουρλοκαμπέρως | των | ζουρλοκαμπέρων |
αιτιατική | τη | ζουρλοκαμπέρω | τις | ζουρλοκαμπέρες |
κλητική | ζουρλοκαμπέρω | ζουρλοκαμπέρες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζουρλοκαμπέρω < ζουρλ(ός) + -ο- + καμπέρω
- άλλη εκδοχή: < ζουρλ(ός) + -ο- + καμπέρης[1] ( < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamber (σύντροφος, ταίρι)
- Η σύνδεση με τον αεροπόρο Δημήτριο Καμπέρο έχει αμφισβητηθεί: «Η λέξη ζουρλοκαμπέρω απαντά σε ποιήμα του Πολύβιου Δημητρακόπουλου (Pol Arcas) στο περιοδικό Εστία στις 4/4/1899, οπότε αποκλείεται η λέξη να ετυμολογείται από τον παράτολμο αεροπόρο Δημήτριο Καμπέρο (1880-1942), που το 1899 δεν είχε αρχίσει ακόμα να πετά (παράτολμα) με το αεροπλάνο του» (Νίκος Σαραντάκος)[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζουρλοκαμπέρω θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) άλλη μορφή του τρελοκαμπέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζουρλοκαμπέρω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τρελοκαμπέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Νίκος Σαραντάκος, Άλλο ο τρελοκαμπέρος, άλλο η τρελοκαμπέρω!