Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζουρλοκαμπέρω οι ζουρλοκαμπέρες
      γενική της ζουρλοκαμπέρως των ζουρλοκαμπέρων
    αιτιατική τη ζουρλοκαμπέρω τις ζουρλοκαμπέρες
     κλητική ζουρλοκαμπέρω ζουρλοκαμπέρες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουρλοκαμπέρω < ζουρλ(ός) + -ο- + καμπέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζουρλοκαμπέρω θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία