καλλικέλαδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλικέλαδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλλικέλαδος < αρχαία ελληνική καλλι- (< καλός) + κέλαδος
Επίθετο
επεξεργασίακαλλικέλαδος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές)
- (για πουλιά) που κελαηδάει ωραία
- (κατ’ επέκταση) που ηχεί ωραία
- (μεταφορικά) (για ανθρώπους) καλλίφωνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλλικέλαδος
|