Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέλαδος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέλαδος αρσενικό

  1. θόρυβος παρόμοιος με αυτόν που κάνουν τα ορμητικά νερά
  2. μουσικός ήχος
  3. δυνατή φωνή

Σύνθετα επεξεργασία