κακεντρεχής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κακεντρεχής | η | κακεντρεχής | το | κακεντρεχές |
γενική | του | κακεντρεχούς* | της | κακεντρεχούς | του | κακεντρεχούς |
αιτιατική | τον | κακεντρεχή | την | κακεντρεχή | το | κακεντρεχές |
κλητική | κακεντρεχή(ς) | κακεντρεχής | κακεντρεχές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κακεντρεχείς | οι | κακεντρεχείς | τα | κακεντρεχή |
γενική | των | κακεντρεχών | των | κακεντρεχών | των | κακεντρεχών |
αιτιατική | τους | κακεντρεχείς | τις | κακεντρεχείς | τα | κακεντρεχή |
κλητική | κακεντρεχείς | κακεντρεχείς | κακεντρεχή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακεντρεχής < αρχαία ελληνική κακεντρεχής < κακός + ἐντρεχής (< ἐντρέχω < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰregʰ-)
Επίθετο
επεξεργασίακακεντρεχής, -ής, -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κακεντρέχεια
- κακεντρεχώς
- → δείτε τις λέξεις κακός και τρέχω