ἐντρεχής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐντρεχής | τὸ ἐντρεχές | οἱ, αἱ ἐντρεχεῖς | τὰ ἐντρεχῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐντρεχοῦς | τοῦ ἐντρεχοῦς | τῶν ἐντρεχῶν | τῶν ἐντρεχῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐντρεχεῖ | τῷ ἐντρεχεῖ | τοῖς, ταῖς ἐντρεχέσι(ν) | τοῖς ἐντρεχέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐντρεχῆ | τὸ ἐντρεχές | τοὺς, τὰς ἐντρεχεῖς | τὰ ἐντρεχῆ |
Κλητική | ἐντρεχές | ἐντρεχές | ἐντρεχεῖς | ἐντρεχῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐντρεχεῖ | |||
Γενική-Δοτική | ἐντρεχοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐντρεχής < ἐντρέχω < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰregʰ-
Επίθετο
επεξεργασίαἐντρεχής, -ής, -ές