↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καισαροβασιλικός η καισαροβασιλική το καισαροβασιλικό
      γενική του καισαροβασιλικού της καισαροβασιλικής του καισαροβασιλικού
    αιτιατική τον καισαροβασιλικό την καισαροβασιλική το καισαροβασιλικό
     κλητική καισαροβασιλικέ καισαροβασιλική καισαροβασιλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καισαροβασιλικοί οι καισαροβασιλικές τα καισαροβασιλικά
      γενική των καισαροβασιλικών των καισαροβασιλικών των καισαροβασιλικών
    αιτιατική τους καισαροβασιλικούς τις καισαροβασιλικές τα καισαροβασιλικά
     κλητική καισαροβασιλικοί καισαροβασιλικές καισαροβασιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καισαροβασιλικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική kaiserlich-königlich (κυριολεκτικά: αυτοκρατορικόςβασιλικός). Διαφορετική η χρήση της φράσης kaiserlich und königlich (αυτοκρατορικός και βασιλικός). → δείτε τις λέξεις καισαρικός και βασιλικός

  Επίθετο

επεξεργασία

καισαροβασιλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη· πρόσβαση: 2020.06.26.