↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκρατορικός η αυτοκρατορική το αυτοκρατορικό
      γενική του αυτοκρατορικού της αυτοκρατορικής του αυτοκρατορικού
    αιτιατική τον αυτοκρατορικό την αυτοκρατορική το αυτοκρατορικό
     κλητική αυτοκρατορικέ αυτοκρατορική αυτοκρατορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκρατορικοί οι αυτοκρατορικές τα αυτοκρατορικά
      γενική των αυτοκρατορικών των αυτοκρατορικών των αυτοκρατορικών
    αιτιατική τους αυτοκρατορικούς τις αυτοκρατορικές τα αυτοκρατορικά
     κλητική αυτοκρατορικοί αυτοκρατορικές αυτοκρατορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοκρατορικός < ελληνιστική αὐτοκρατορικός < αὐτοκράτωρ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fto.kɾa.to.ɾiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτοκρατορικός -ή -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία