Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοκρατορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Προβολή κώδικα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοκρατορικ
ός
η
αυτοκρατορικ
ή
το
αυτοκρατορικ
ό
γενική
του
αυτοκρατορικ
ού
της
αυτοκρατορικ
ής
του
αυτοκρατορικ
ού
αιτιατική
τον
αυτοκρατορικ
ό
την
αυτοκρατορικ
ή
το
αυτοκρατορικ
ό
κλητική
αυτοκρατορικ
έ
αυτοκρατορικ
ή
αυτοκρατορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοκρατορικ
οί
οι
αυτοκρατορικ
ές
τα
αυτοκρατορικ
ά
γενική
των
αυτοκρατορικ
ών
των
αυτοκρατορικ
ών
των
αυτοκρατορικ
ών
αιτιατική
τους
αυτοκρατορικ
ούς
τις
αυτοκρατορικ
ές
τα
αυτοκρατορικ
ά
κλητική
αυτοκρατορικ
οί
αυτοκρατορικ
ές
αυτοκρατορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
αυτοκρατορικός
<
ελληνιστική
αὐτοκρατορικός
<
αὐτοκράτωρ
Προφορά
ΔΦΑ
: /
a.fto.kɾa.to.ɾiˈkos
/
Επίθετο
αυτοκρατορικός -ή -ό
που αναφέρεται ή ανήκει ή προσιδιάζει στον
αυτοκράτορα
Μεταφράσεις
αυτοκρατορικός
αγγλικά
:
imperial
(en)
γαλλικά
:
impérial
(fr)
γερμανικά
:
kaiserlich
(de)
εσπεράντο
:
imperia
(eo)
ισπανικά
:
imperial
(es)
ιταλικά
:
imperiale
(it)
ολλανδικά
:
keizerlijk
(nl)
ρωσικά
:
имперско
(ru)
(
impersko
)