imperial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαimperial (en)
- αυτοκρατορικός
- σχετικός με τα βρετανικά μέτρα και σταθμά
- ⮡ imperial units
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
imperial | imperiales |
Επίθετο
επεξεργασίαimperial (es)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
imperial | imperiais |
Επίθετο
επεξεργασίαimperial (pt)