καισαρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καισαρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίακαισαρικός, -ή, ό
- που αναφέρεται στον καίσαρα
- (ιστορία) (παρωχημένο) που αναφέρεται στον αυτοκράτορα (από τη γερμανική λέξη kaiserlich)
- → δείτε τη λέξη καισαροβασιλικός