Δείτε επίσης: Καίσαρ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καίσαρας οι καίσαρες
      γενική του καίσαρα των καισάρων
    αιτιατική τον καίσαρα τους καίσαρες
     κλητική καίσαρα καίσαρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καίσαρας < από το όνομα του Γαΐου Ιουλίου Καίσαρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καίσαρας αρσενικό

  1. τίτλος των συμβασιλέων της ρωμαϊκής τετραρχίας από τον Διοκλητιανό και έπειτα
  2. τίτλος των συμβασιλευόντων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος μονάρχης είχε τον τίτλο του Αυγούστου


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία