ισοτελής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ισοτελής < αρχαία ελληνική ἰσοτελής < ἴσος + τέλος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /isɔtεˈlis/
- συλλαβισμός : ι‐σο‐τε‐λής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ισοτελής, -ής, -ές
- που πληρώνει ίσα τέλη, φόρους ή δασμούς με κάποιον άλλο
- (ιστορία) αρχαίος Αθηναίος μέτοικος με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Αθηναίους πολίτες, εκτός των πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ανισοτέλεια
- ανισοτελής
- ισοτέλεια
- ισοτελώς
- → δείτε τις λέξεις ίσος και τέλος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ισοτελής
|