ισοτέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ισοτέλεια | οι | ισοτέλειες |
γενική | της | ισοτέλειας | των | ισοτελειών |
αιτιατική | την | ισοτέλεια | τις | ισοτέλειες |
κλητική | ισοτέλεια | ισοτέλειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισοτέλεια < αρχαία ελληνική ἰσοτέλεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισοτέλεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ισοτελούς
- (ειδικότερα) ισότητα στους καταβαλλόμενους φόρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισοτέλεια
|