ινωδόλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ινωδόλυση | οι | ινωδολύσεις |
γενική | της | ινωδόλυσης | των | ινωδολύσεων |
αιτιατική | την | ινωδόλυση | τις | ινωδολύσεις |
κλητική | ινωδόλυση | ινωδολύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ινωδόλυση < ινώδης + -ο- + λύση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fibrinolysis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ινωδόλυση θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία αναχαίτισης της αύξησης των θρόμβων στο αίμα και συμβολή στη διάλυση / διάσπασή τους
Συγγενικά επεξεργασία
- ινωδολυτικός / ινολυτικός
- → δείτε τις λέξεις ίνα και λύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ινωδόλυση