Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινωδολυτικός η ινωδολυτική το ινωδολυτικό
      γενική του ινωδολυτικού της ινωδολυτικής του ινωδολυτικού
    αιτιατική τον ινωδολυτικό την ινωδολυτική το ινωδολυτικό
     κλητική ινωδολυτικέ ινωδολυτική ινωδολυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινωδολυτικοί οι ινωδολυτικές τα ινωδολυτικά
      γενική των ινωδολυτικών των ινωδολυτικών των ινωδολυτικών
    αιτιατική τους ινωδολυτικούς τις ινωδολυτικές τα ινωδολυτικά
     κλητική ινωδολυτικοί ινωδολυτικές ινωδολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ινωδολυτικός < ινωδόλυση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fibrinolytic)

  Επίθετο επεξεργασία

ινωδολυτικός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία