ινολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ινολυτικός < ινωδολυτικός < ινωδόλυση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fibrinolytic)
Επίθετο
επεξεργασίαινολυτικός
- (ιατρική) άλλη μορφή του ινωδολυτικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ινολυτικός
|