θωρηκτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θωρηκτός | η | θωρηκτή | το | θωρηκτό |
γενική | του | θωρηκτού | της | θωρηκτής | του | θωρηκτού |
αιτιατική | τον | θωρηκτό | τη | θωρηκτή | το | θωρηκτό |
κλητική | θωρηκτέ | θωρηκτή | θωρηκτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θωρηκτοί | οι | θωρηκτές | τα | θωρηκτά |
γενική | των | θωρηκτών | των | θωρηκτών | των | θωρηκτών |
αιτιατική | τους | θωρηκτούς | τις | θωρηκτές | τα | θωρηκτά |
κλητική | θωρηκτοί | θωρηκτές | θωρηκτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θωρηκτός < αρχαία ελληνική θωρήσσω (θωρακίζω) < θώραξ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cuirassé)
Επίθετο
επεξεργασίαθωρηκτός
- (σπάνιο) επενδυμένος με μεταλλικές πλάκες
- που σχετίζεται με θωρηκτό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θωρηκτός
|