Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θωρακωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
θωρηκτός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θωρακωτ
ός
η
θωρακωτ
ή
το
θωρακωτ
ό
γενική
του
θωρακωτ
ού
της
θωρακωτ
ής
του
θωρακωτ
ού
αιτιατική
τον
θωρακωτ
ό
τη
θωρακωτ
ή
το
θωρακωτ
ό
κλητική
θωρακωτ
έ
θωρακωτ
ή
θωρακωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θωρακωτ
οί
οι
θωρακωτ
ές
τα
θωρακωτ
ά
γενική
των
θωρακωτ
ών
των
θωρακωτ
ών
των
θωρακωτ
ών
αιτιατική
τους
θωρακωτ
ούς
τις
θωρακωτ
ές
τα
θωρακωτ
ά
κλητική
θωρακωτ
οί
θωρακωτ
ές
θωρακωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θωρακωτός
<
θώρακας
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
θωρακωτός
(
σπάνιο
)
θωρακισμένος
(
ουσιαστικοποιημένο
)
θωρακωτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
θώρακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θωρακωτός
→
δείτε
τη λέξη
θωρακισμένος