Δείτε επίσης: θωρηκτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θωρακωτός η θωρακωτή το θωρακωτό
      γενική του θωρακωτού της θωρακωτής του θωρακωτού
    αιτιατική τον θωρακωτό τη θωρακωτή το θωρακωτό
     κλητική θωρακωτέ θωρακωτή θωρακωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θωρακωτοί οι θωρακωτές τα θωρακωτά
      γενική των θωρακωτών των θωρακωτών των θωρακωτών
    αιτιατική τους θωρακωτούς τις θωρακωτές τα θωρακωτά
     κλητική θωρακωτοί θωρακωτές θωρακωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θωρακωτός < θώρακας + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

θωρακωτός

  1. (σπάνιο) θωρακισμένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) θωρακωτό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία