θωρακωτό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θωρακωτό | τα | θωρακωτά |
γενική | του | θωρακωτού | των | θωρακωτών |
αιτιατική | το | θωρακωτό | τα | θωρακωτά |
κλητική | θωρακωτό | θωρακωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θωρακωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θωρακωτός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θωρακωτό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) πλοίο που οι ιστοί του φέρουν θωαράκια
Μεταφράσεις επεξεργασία
θωρακωτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
θωρακωτό