θεόρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θεόρατος | η | θεόρατη | το | θεόρατο |
γενική | του | θεόρατου | της | θεόρατης | του | θεόρατου |
αιτιατική | τον | θεόρατο | τη | θεόρατη | το | θεόρατο |
κλητική | θεόρατε | θεόρατη | θεόρατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θεόρατοι | οι | θεόρατες | τα | θεόρατα |
γενική | των | θεόρατων | των | θεόρατων | των | θεόρατων |
αιτιατική | τους | θεόρατους | τις | θεόρατες | τα | θεόρατα |
κλητική | θεόρατοι | θεόρατες | θεόρατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεόρατος < αρχαία ελληνική ἀθεώρητος < ἀ- + θεωρητός < θεάομαι / θεῶμαι (υπάρχει και η άποψη: < θεο- + ορατός < αρχαία ελληνική ὁρατός < ὁράω / ὁρῶ)
Επίθετο
επεξεργασίαθεόρατος, -η, -ο
- που έχει τεράστιες διαστάσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θεώμαι