κυκλώπειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυκλώπειος < αρχαία ελληνική κυκλώπειος < Κύκλωψ
Επίθετο επεξεργασία
κυκλώπειος, -α, -ο
- σχετικός με τους Κύκλωπες
- γιγαντιαίος, τεράστιος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυκλώπειος
|