θεματοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθεματοφύλακας αρσενικό
- που προασπίζεται την ύπαρξη και τη συνέχεια ενός πράγματος, ο υπερασπιστής
- ο θεματοφύλακας των λαϊκών παραδόσεων
- (νεολογισμός, οικονομία) πρόσωπο το οποίο έχει αναλάβει, κατόπιν συμφωνίας, τη φύλαξη ενός κινητού πράγματος και έχει την υποχρέωση επιστροφής του μετά από δήλωση του αντισυμβαλλομένου (του παρακαταθέτη), ο οποίος του το παρέδωσε, που παρέχει υπηρεσίες θεματοφυλακής
Συγγενικά
επεξεργασία- θεματοφυλακή
- → δείτε τις λέξεις θέμα και φυλάττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεματοφύλακας