θεματοφυλακή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεματοφυλακή θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) υπηρεσία φύλαξης τίτλων ή άλλων κινητών ή άυλων οικονομικών αποκτημάτων
Συγγενικά επεξεργασία
- θεματοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις θέμα και φυλάττω