• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θεσμοφύλακας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : θεματοφύλακας

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεσμοφύλακας οι θεσμοφύλακες
      γενική του θεσμοφύλακα των θεσμοφυλάκων
    αιτιατική τον θεσμοφύλακα τους θεσμοφύλακες
     κλητική θεσμοφύλακα θεσμοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θεσμοφύλακας < αρχαία ελληνική θεσμοφύλαξ < → δείτε τις λέξεις θεσμός και φύλαξ

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.zmoˈfi.la.kas/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεσμοφύλακας αρσενικό

  • (σπάνιο) αυτός που διαφυλάττει τους θεσμούς

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις θεσμός, θέτω και φυλάττω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θεσμοφύλακας
  • γαλλικά : gardien (fr) du temple (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θεσμοφύλακας&oldid=7110393"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας