↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύγωθρο τα ζύγωθρα
      γενική του ζύγωθρου των ζύγωθρων
    αιτιατική το ζύγωθρο τα ζύγωθρα
     κλητική ζύγωθρο ζύγωθρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζύγωθρο < ελληνιστική κοινή ζύγωθρον[1] < αρχαία ελληνική ζυγόω < ζυγόν ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική culbuteur[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzi.ɣo.θro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζύ‐γω‐θρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζύγωθρο[2] ουδέτερο

  1. (λόγιο) ο σύρτης που συγκρατεί τα δύο φύλλα ενός παραθύρου ή μιας πόρτας
    → δείτε τις λέξεις αμπάρα και μάνταλο
  2. (λόγιο, μηχανολογία) εξάρτημα μηχανών εσωτερικής καύσης μεταξύ των βαλβίδων και του εκκεντροφόρου
     συνώνυμα: κοκοράκι, πιανόλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ζύγωθροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ζύγωθρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)