ζαχαρότευτλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαχαρότευτλο < καθαρεύουσα σακχαρότευτλον < (ελληνιστική κοινή) σάκχαρον + αρχαία ελληνική τεῦτλον < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zuckerrübe.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ζαχαρό- + τεύτλο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /za.xaˈɾo.tef.tlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρό‐τευ‐τλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαχαρότευτλο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τεύτλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαχαρότευτλο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζαχαρότευτλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας