Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαρο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαχαρο- < ζάχαρη + -ο-. Για ιατρικούς ή λόγιους όρους που προσαρμόστηκαν στη δημοτική < σάκχαρο με την επίδραση του ζάχαρη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.xa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ζαχαρο-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαρο- < ζάχαρ(η) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ζαχαρο- ή ζαχαρό-

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία