σακχαρότευτλον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σακχαρότευτλον μαρτυρείται από το 1888 στον πληθυντικό σακχαρότευτλα [1] → και δείτε τη λέξη ζαχαρότευτλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακχαρότευτλον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το ζαχαρότευτλο
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ. 893, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου