↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαρούχος η ζαχαρούχα το ζαχαρούχο
      γενική του ζαχαρούχου της ζαχαρούχας του ζαχαρούχου
    αιτιατική τον ζαχαρούχο τη ζαχαρούχα το ζαχαρούχο
     κλητική ζαχαρούχε ζαχαρούχα ζαχαρούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαρούχοι οι ζαχαρούχες τα ζαχαρούχα
      γενική των ζαχαρούχων των ζαχαρούχων των ζαχαρούχων
    αιτιατική τους ζαχαρούχους τις ζαχαρούχες τα ζαχαρούχα
     κλητική ζαχαρούχοι ζαχαρούχες ζαχαρούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαρούχος < (καθαρεύουσα) σακχαροῦχος < ζάχαρις και ἔχω (-ούχος)

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαχαρούχος, -α, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία