ζαχαρούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαχαρούχος < (καθαρεύουσα) σακχαροῦχος < ζάχαρις και ἔχω (-ούχος)
Επίθετο
επεξεργασίαζαχαρούχος, -α, -ο
- που περιέχει ζάχαρη ή σάκχαρα
- ζαχαρούχος χυμός (αλλά σακχαρούχος ένωση, ουσία, ορός)
Συνώνυμα
επεξεργασία- σακχαρούχος (χημεία, επίσημο)