Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαχαροδιαβήτης οι ζαχαροδιαβήτες
      γενική του ζαχαροδιαβήτη των ζαχαροδιαβητών
    αιτιατική τον ζαχαροδιαβήτη τους ζαχαροδιαβήτες
     κλητική ζαχαροδιαβήτη ζαχαροδιαβήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαροδιαβήτης < σακχαροδιαβήτης με προσαρμογή στη δημοτική με επίδραση του ζάχαρη.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ζαχαρο- + διαβήτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.xa.ɾo.ðʝaˈvi.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαροδιαβήτης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία