ζαχαροδιαβήτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζαχαροδιαβήτης αρσενικό
- (ιατρική) άλλη μορφή του σακχαροδιαβήτης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαχαροδιαβήτης
→ δείτε τη λέξη διαβήτης |
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ζαχαροδιαβήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας