τεύτλο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεύτλο | τα | τεύτλα |
γενική | του | τεύτλου | των | τεύτλων |
αιτιατική | το | τεύτλο | τα | τεύτλα |
κλητική | τεύτλο | τεύτλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τεύτλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τεύτλο ουδέτερο
- (λαχανικό) γένος εδώδιμων, ποωδών φυτών, όπως το ζαχαρότευτλο, το σέσκουλο, το παντζάρι ή κοκκινογούλι κ.ά.
- ※ Στην Ελασσόνα η τοπική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών παράγει δοκιμαστικά βιοντίζελ από ελαιοκράμβη που καλλιεργούν οι αγρότες της περιοχής εγκαταλείποντας άλλες καλλιέργειες, που πλέον δεν επιδοτούνται σημαντικά, ενώ στον Έβρο έχει ξεκινήσει η δοκιμαστική παραγωγή καυσίμων από τεύτλα, από τους ίδιους τους τευτλοπαραγωγούς σε συνεργασία με ιδιώτες. (* εφημερίδα Το Βήμα)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ τεύτλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.