τευτλοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατευτλοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο άνθρωπος που παράγει τεύτλα
- Στην Ελασσόνα η τοπική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών παράγει δοκιμαστικά βιοντίζελ από ελαιοκράμβη που καλλιεργούν οι αγρότες της περιοχής εγκαταλείποντας άλλες καλλιέργειες, που πλέον δεν επιδοτούνται σημαντικά, ενώ στον Έβρο έχει ξεκινήσει η δοκιμαστική παραγωγή καυσίμων από τεύτλα, από τους ίδιους τους τευτλοπαραγωγούς σε συνεργασία με ιδιώτες. (*)
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | τευτλοπαραγωγός | το | τευτλοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | τευτλοπαραγωγού | του | τευτλοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | τευτλοπαραγωγό | το | τευτλοπαραγωγό | ||
κλητική | τευτλοπαραγωγέ | τευτλοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | τευτλοπαραγωγοί | τα | τευτλοπαραγωγά | ||
γενική | των | τευτλοπαραγωγών | των | τευτλοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | τευτλοπαραγωγούς | τα | τευτλοπαραγωγά | ||
κλητική | τευτλοπαραγωγοί | τευτλοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
τευτλοπαραγωγός, -ος, -ο
- που παράγει τεύτλα
- ※ προέρχομαι από μια περιφέρεια η οποία ήταν τευτλοπαραγωγός περιοχή και με την πάροδο των χρόνων αυτό άλλαξε. (Ελληνικό Κοινοβούλιο, ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΜΑ΄, 13 Μαΐου 2015 [1])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τευτλοπαραγωγός
|