ελαιοκράμβη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελαιοκράμβη θηλυκό
- (φυτό) φυτό της οικογένειας των σταυρανθών (Brassicaceae), που καλλιεργείται κυρίως για τους πλούσιους σε λάδι σπόρους του, οι οποίοι περιέχουν ποσότητες ερουκικού οξέος