ερουκικό οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερουκικό οξύ < ερουκικό + οξύ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική erucic acid)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαερουκικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) ακόρεστο λιπαρό οξύ (CH2)7CH=CH(CH2)11COOH), που βρίσκεται στην ελαιοκράμβη, τη μουστάρδα κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερουκικό οξύ