Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερουκικό οξύ < ερουκικό + οξύ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική erucic acid)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ερουκικό οξύ ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία