Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερουκικός η ερουκική το ερουκικό
      γενική του ερουκικού της ερουκικής του ερουκικού
    αιτιατική τον ερουκικό την ερουκική το ερουκικό
     κλητική ερουκικέ ερουκική ερουκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερουκικοί οι ερουκικές τα ερουκικά
      γενική των ερουκικών των ερουκικών των ερουκικών
    αιτιατική τους ερουκικούς τις ερουκικές τα ερουκικά
     κλητική ερουκικοί ερουκικές ερουκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερουκικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική erucic

  Επίθετο επεξεργασία

ερουκικός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)