Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερουκικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
1.3
Πηγές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερουκικ
ός
η
ερουκικ
ή
το
ερουκικ
ό
γενική
του
ερουκικ
ού
της
ερουκικ
ής
του
ερουκικ
ού
αιτιατική
τον
ερουκικ
ό
την
ερουκικ
ή
το
ερουκικ
ό
κλητική
ερουκικ
έ
ερουκικ
ή
ερουκικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερουκικ
οί
οι
ερουκικ
ές
τα
ερουκικ
ά
γενική
των
ερουκικ
ών
των
ερουκικ
ών
των
ερουκικ
ών
αιτιατική
τους
ερουκικ
ούς
τις
ερουκικ
ές
τα
ερουκικ
ά
κλητική
ερουκικ
οί
ερουκικ
ές
ερουκικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερουκικός
< (
λόγιο δάνειο
)
αγγλική
erucic
Επίθετο
επεξεργασία
ερουκικός
(
βοτανική
) που έχει
σχέση
με το γένος
Έρουκα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
ερουκικό οξύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερουκικός
αγγλικά
:
erucic
(en)
Πηγές
επεξεργασία
(
Χρειάζεται τεκμηρίωση…
)