Έρουκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Έρουκα | ||
γενική | της | Έρουκας | ||
αιτιατική | την | Έρουκα | ||
κλητική | Έρουκα | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Έρουκα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Eruca < eruca
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΈρουκα θηλυκό
- ταξινομικός όρος - γένος: φυτών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Eruca στην αγγλική Βικιπαίδεια