παντζάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παντζάρι | τα | παντζάρια |
γενική | του | παντζαριού | των | παντζαριών |
αιτιατική | το | παντζάρι | τα | παντζάρια |
κλητική | παντζάρι | παντζάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντζάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pancar < αρμενική banjar
Ουσιαστικό επεξεργασία
παντζάρι ουδέτερο
- (φυτό) (Beta vulgaris) με βαθιά κόκκινη σφαιρική ρίζα που τρώγεται συχνά σε σούπες και σαλάτες, και με μεγάλα πλατιά πράσινα φύλλα που τρώγονται επίσης
- (λαχανικό) ο καρπός αυτού του φυτού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντζάρι
|