κοκκινογούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοκκινογούλι | τα | κοκκινογούλια |
γενική | του | κοκκινογουλιού | των | κοκκινογουλιών |
αιτιατική | το | κοκκινογούλι | τα | κοκκινογούλια |
κλητική | κοκκινογούλι | κοκκινογούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοκκινογούλι ουδέτερο (πληθυντικός κοκκινογούλια) ή πατζάρι ή παντζάρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοκκινογούλι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)