Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
σέσκουλα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέσκουλο τα σέσκουλα
      γενική του σέσκουλου των σέσκουλων
    αιτιατική το σέσκουλο τα σέσκουλα
     κλητική σέσκουλο σέσκουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέσκουλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέσκουλο ουδέτερο

  • (φυτό) το λαχανικό με διεθνή επιστημονική ονομασία Beta vulgaris

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία