• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σέσκουλο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συνώνυμα
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
 
σέσκουλα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέσκουλο τα σέσκουλα
      γενική του σέσκουλου των σέσκουλων
    αιτιατική το σέσκουλο τα σέσκουλα
     κλητική σέσκουλο σέσκουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σέσκουλο < → λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

σέσκουλο ουδέτερο

  • (φυτό) το λαχανικό με διεθνή επιστημονική ονομασία Beta vulgaris

Συνώνυμα Επεξεργασία

  • σέσκλο
  • βέτα η κοινή
  • βέτα η σικελική

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    σέσκουλο
  • αγγλικά : swiss chard (en)
  • γαλικιανά : acelga (gl)
  • γερμανικά : Mangold (de)
  • ιταλικά : bietola (it)
  • πορτογαλικά : acelga (pt)


Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σέσκουλο&oldid=5640331"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:43

Γλώσσες

    • English
    • Galego
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:43.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie