σέσκουλα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέσκουλο τα σέσκουλα
      γενική του σέσκουλου των σέσκουλων
    αιτιατική το σέσκουλο τα σέσκουλα
     κλητική σέσκουλο σέσκουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σέσκουλο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σέσκουλο ουδέτερο

  • (φυτό) το λαχανικό με διεθνή επιστημονική ονομασία Beta vulgaris

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία