ζαρκάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαρκάδι | τα | ζαρκάδια |
γενική | του | ζαρκαδιού | των | ζαρκαδιών |
αιτιατική | το | ζαρκάδι | τα | ζαρκάδια |
κλητική | ζαρκάδι | ζαρκάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαρκάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαρκάδι < ζορκάδιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζορκάς, τύπος του δορκάς. Δείτε και το λήμμα δορκάδα.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zaɾˈka.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζαρ‐κά‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαρκάδι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) θηλαστικό ζώο του είδους Capreolus capreolus, συγγενές με το ελάφι και με το οποίο μοιάζει, γνωστό για την ταχύτητά του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ζαρκάδι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαρκάδι
|
Πηγές
επεξεργασία- ζαρκάδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαρκάδι < ζορκάδιον με αλλαγή ... (Χρειάζεται επεξεργασία) < αρχαία ελληνική ζορκάς, τύπος του δορκάς. Δείτε και το νεοελληνικό δορκάδα. .
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαρκάδι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το ζαρκάδι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- δόρκων (αρσενικό ζαρκάδι)
Πηγές
επεξεργασία- ζαρκάδι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].