Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαρκάδι τα ζαρκάδια
      γενική του ζαρκαδιού των ζαρκαδιών
    αιτιατική το ζαρκάδι τα ζαρκάδια
     κλητική ζαρκάδι ζαρκάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαρκάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαρκάδι < ζορκάδιον < αρχαία ελληνική ζορκάς / δορκάς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yorkos[1] (ζαρκάδι)

Σημειώσεις επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zaɾˈka.ði/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαρκάδι ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία