δορκάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δορκάς | αἱ | δορκάδες |
γενική | τῆς | δορκάδος | τῶν | δορκάδων |
δοτική | τῇ | δορκάδῐ | ταῖς | δορκάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | δορκάδᾰ | τὰς | δορκάδᾰς |
κλητική ὦ! | δορκάς | δορκάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δορκάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δορκάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαδορκάς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yorkos. Η εξήγηση του ⟨δ⟩, παρετυμολογική εμπλοκή του ρήματος δέρκομαι / δέδορκα.[1][2] Δείτε και το νεοελληνικό ζαρκάδι.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδορκάς, -άδος θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το ζαρκάδι, η δορκάδα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
«The δ-forms are perhaps folk-etymological, after δέρκομαι.» - ↑ ζαρκάδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- δορκάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δορκάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.