ζαρκαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαρκαδάκι | τα | ζαρκαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζαρκαδάκι | τα | ζαρκαδάκια |
κλητική | ζαρκαδάκι | ζαρκαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαρκαδάκι < ζαρκάδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaɾ.kaˈða.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαρκαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ζαρκάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαρκαδάκι
|