ευρέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευρέσιμος < αρχαία ελληνική εὕρεσις + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική searchable)
Επίθετο
επεξεργασίαευρέσιμος
- που είναι δυνατόν ή εύκολο να ευρεθεί, να αναζητηθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευρέσιμος