ευρεσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευρεσιμότητα < ευρέσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική findability)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευρεσιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του ευρέσιμου, η δυνατότητα ή η ευκολία εύρεσης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Findability στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευρεσιμότητα