αναζητήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίααναζητήσιμος, -η, -ο < αναζητώ, + -ιμος[1]Λεξικό Τριανταφυλλίδη της Κοινής Νεοελληνικής
Επίθετο
επεξεργασίααναζητήσιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- αυτός που δύναται να αναζητηθεί
- Χωρίς επαρκή στοιχεία, δεν είναι αναζητήσιμο το βιβλίο που επιθυμείτε, διότι ο κυρίως τίτλος του ταυτίζεται με πεδίο μελέτης. Χρειάζομαι υπότιτλο (δευτερεύοντα τίτλο), όνομα συγγραφέα, εκδοτικό οίκο, ISBN εάν υπάρχει και χρονολογία πρώτης έκδοσης ή τουλάχιστον ότι υπάρχει από αυτά τα στοιχεία.