↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναζητήσιμος η αναζητήσιμη το αναζητήσιμο
      γενική του αναζητήσιμου της αναζητήσιμης του αναζητήσιμου
    αιτιατική τον αναζητήσιμο την αναζητήσιμη το αναζητήσιμο
     κλητική αναζητήσιμε αναζητήσιμη αναζητήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναζητήσιμοι οι αναζητήσιμες τα αναζητήσιμα
      γενική των αναζητήσιμων των αναζητήσιμων των αναζητήσιμων
    αιτιατική τους αναζητήσιμους τις αναζητήσιμες τα αναζητήσιμα
     κλητική αναζητήσιμοι αναζητήσιμες αναζητήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

αναζητήσιμος, -η, -ο < αναζητώ, + -ιμος[1]Λεξικό Τριανταφυλλίδη της Κοινής Νεοελληνικής

  Επίθετο

επεξεργασία

αναζητήσιμος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • αυτός που δύναται να αναζητηθεί
    Χωρίς επαρκή στοιχεία, δεν είναι αναζητήσιμο το βιβλίο που επιθυμείτε, διότι ο κυρίως τίτλος του ταυτίζεται με πεδίο μελέτης. Χρειάζομαι υπότιτλο (δευτερεύοντα τίτλο), όνομα συγγραφέα, εκδοτικό οίκο, ISBN εάν υπάρχει και χρονολογία πρώτης έκδοσης ή τουλάχιστον ότι υπάρχει από αυτά τα στοιχεία.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία