trouvable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trouvable < trouver
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trouvable | trouvables |
trouvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ευρέσιμος, που μπορεί να βρεθεί, να ανακαλυφθεί, να συναντηθεί