Ετυμολογία

επεξεργασία
trouvable < trouver

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁu.vabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trouvable trouvables

trouvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία