Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

introuvable < in- + trouver

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁu.vabl/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
introuvable introuvables

introuvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεύρετος
  2. δυσεύρετος