introuvable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁu.vabl/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
introuvable | introuvables |
introuvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
introuvable | introuvables |
introuvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό