επιλήνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιλήνιος < ελληνιστική κοινή ἐπιλήνιος < ἐπί + αρχαία ελληνική ληνός
Επίθετο επεξεργασία
επιλήνιος
- (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) που έχει σχέση με τον ληνό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ληνός
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επιλήνιος | οι | επιλήνιοι |
γενική | του | επιλήνιου & επιληνίου |
των | επιλήνιων & επιληνίων |
αιτιατική | τον | επιλήνιο | τους | επιλήνιους & επιληνίους |
κλητική | επιλήνιε | επιλήνιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιλήνιος αρσενικό
- (σπάνιο) (αρχαιοπρεπές) άσμα που τραγουδιόταν κατά τη διάρκεια του τρύγου ή του πατήματος των σταφυλιών καθώς και σχετικός χορός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ληνός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- επιλήνιος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιλήνιος
|